-
1 ἀπό
ἀπό, [dialect] Aeol., Thess., Arc., Cypr. [full] ἀπύ Sapph.44, cf. 78, Alc.33, Theoc.28.16,IG12(2).6.45 (Mytil.), ἀπυδόμεναι ib.9(2).594 ([place name] Larissa), 5(2).6 ([place name] Tegea), etc.:—Prep. usually with Gen. but v. infr. B. (Cf. Skt.A ápa, Lat. ab, Umbr. ap-ehtre 'ab extra', Goth. af, OE. af, cef, of, etc.) Orig. sense, from. [ ᾰπο?ἀπόX: where ἀπο ¯ is found in [dialect] Ep. before v or liquids (asἀπὸ ἕθεν Il.6.62
,ἀπὸ νευρῆς 11.664
, Hes. Sc. 409) ἀπαί was sometimes written in later texts, cf. Eust. 625.11:— [pron. full] ᾱ metri gr. in [dialect] Ep. compds., such as ἀπονέεσθαι.]I OF PLACE, the earliest, and in Hom. the prevailing sense:1 of Motion, from, away from,ἐσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων Il.2.208
; pleonastic, ἀ. Τροίηθεν ib.24.492;ἀπ' οὐρανόθεν 8.365
(later with Advbs.,ἀπὸ ἔμπροσθεν LXX Ec.1.10
, etc.); strengthd.,ἐκτὸς ἀ. κλισιης Il.10.151
; also ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο, implying departure from life, ib.24.725; opp. ἐξ, of relatively superficial motion,λαμβάνομεν οὔτε ἐκ τῆς γῆς οὐδέν, οὔτ' ἀπὸ τῶν οἰκιῶν X.Mem.2.7.2
; similarly of the cause or ground,ἐξ ὧν προηγώνισθε καὶ ἀφ' ὧν εἰκάζω Th.4.126
:— freq. of warriors fighting from chariots, etc.,οἱ μὲν ἀφ' ἵππων, οἱ δ' ἀ. νηῶν.. μάχοντο Il.15.386
;ἀφ' ἵππων μάρνασθαι Od.9.49
; soἡ μάχη ἦν ἀφ' ἵππων Hdt.1.79
; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων on horseback, Pl.R. 328a;ἀφ' ἵππου θηρεύειν X.An.1.2.7
;ἀ. νεῶν πεζομαχεῖν Th. 7.62
;ἐν ταῖς ναυσὶν αἰρόμενος τοὺς ἱστοὺς ἀ. τούτων ἐσκοπεῖτο X.HG 6.2.29
; ὀμμάτων ἄπο.. κατέσταζον γένυν, of tears, E.Hec. 240: joined withἐκ, ἐκ Κορίνθου ἀ. τοῦ στρατοπέδου Pl.Tht. 142a
.2 of Position, away from, far from,μένων ἀ. ἧς ἀλόχοιο Il.2.292
(cf. ἀπ' ἀνδρὸς εἶναι to live apart from a man or husband, Plu.CG4);κεκρυμμένος ἀπ' ἄλλων Od.23.110
;μοῦνος ἀπ' ἄλλων h.Merc. 193
; ἀπ' ὀφθαλμῶν, ἀπ' οὔατος, far from sight or hearing, Il.23.53, 18.272, cf. 22.454;ἀ. θαλάσσης ᾠκίσθησαν Th.1.7
, cf. 46;αὐλίζεσθαι ἀ. τῶν ὅπλων Id.6.64
;ἀπ' οἴκου εἶναι Id.1.99
; σπεύδειν ἀ. ῥυτῆρος far from, i.e. without using the rein, S.OC 900; in Hom. freq. strengthd., τῆλε ἀ..., νόσφιν ἀ..., Il.23.880, 5.322; in measurement of distances,ὅσον ιέ στάδια ἀ. Φυλῆς X.HG2.4.4
, etc.; but later the numeral followsἀ., πηγὰς ἔχων ἀ. μ σταδίων τῆς θαλάσσης D.S.4.56
;ἀ. σταδίων κ τῆς πόλεως Plu.Phil.4
; κατεστρατοπέδευσεν ἀ. ν σταδίων fifty stades away, Id.Oth.11, cf. D.Chr.17.17.3 of the mind, ἀ. θυμοῦ away from, i. e. alien from, my heart, Il.1.562;ἀ. δόξης 10.324
;οὐ.. ἀ. σκοποῦ οὐδ' ἀ. δόξης Od.11.344
;ἀ. τοῦ ἀνθρωπείου τρόπου Th.1.76
; οὐδὲν ἀ. τρόπου not without reason, Pl.R. 470b; οὐκ ἀ. σκοποῦ, καιροῦ, Id.Tht. 179c, 187e;οὐκ ἀ. γνώμης S. Tr. 389
;οὐκ ἀ. τοῦ πράγματος D.24.6
;μάλα πολλὸν ἀπ' ἐλπίδος ἔπλετο A.R.2.863
.4 in pregnant sense, with Verbs of rest, previous motion being implied (cf. ἐκ), ἀνὰ δ' ἐβόασεν.. ἀ. πέτρας σταθείς E.Tr. 523
; ἀ.τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν [ἐκείνου] κεφαλὴν ἀναδήσω, i. e. taking the chaplet off my head, and placing it on his, Pl.Smp. 212e: with Verbs of hanging, where ἐκ is more common,ἁψαμένη βρόχον ἀ. μελάθρου Od.11.278
.5 with the Article, where the sense of motion often disappears, οἱ ἀ. τῶν οἰκιῶν φεύγουσιν, i.e. οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις φεύγουσιν ἀπ' αὐτῶν, X.Cyr.7.5.23; οἱ ἀ. τῶν πύργων.. ἐπαρήξουσι ib.6.4.18;αἴρειν τὰ ἀ. τῆς γῆς Pl.Cra. 410b
; αἱ ἵπποι αἱ ἀ. τοῦ ἅρματος v.l. in Hdt.4.8;ὁ Ἀθηναῖος ὁ ἀ. τοῦ στρατεύματος X.An.7.2.19
;τὸν ἀ. γραμμᾶς κινεῖ λίθον Theoc.6.18
.6 partitive, λαχὼν ἀ. ληΐδος αἶσαν part taken from the booty, a share of it, Od.5.40;αἴρεσθαι ἀ. τῶν καλπίδων Ar. Lys. 539
;ἀ. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι παίδων εἷς μοῦνος Hdt.6.27
;ὀλίγοι ἀ. πολλῶν Th.7.87
, cf. A.Pers. 1023.7 Math., of figures described upon a base,κῶνον ἀναγράφειν ἀ. κύκλου Archim.Sph.Cyl.1.19
, etc.; τὸ ἀ. τῆς AB τετράγωνον the square on AB, Euc.1.47, cf. 48; εἴδεα ἀ. .. Archim.Spir.10,11.9 from being, instead of,ἀθανάταν ἀ. θνατᾶς.. ἐποίησας Βερενίκαν Theoc.15.106
.10 privative, free from, without,ἀ. πάσης ἀκαθαρσίας PLips.16.19
(ii A. D.);ἀ. ζημίας PTeb420.4
(iii A. D.).II OF TIME, from, after, Hom. only in Il.8.54 ἀ. δείπνου θωρήσσοντο rising up from, i.e. after, cf. Hdt.1.133; ἀ. δείπνου εἶναι or γενέσθαι, Id.1.126, 2.78, 5.18, al.;ἀ. τοῦ σιτίου πίνειν Hp.Salubr.5
;ἀ. τῶν σίτων διαπονεῖσθαι X.Lac. 5.8
; in narrative, τὸ ἀ. τούτου or το̄δε, from this point onwards, Hdt.1.4,2.99;ἀ. τούτου τοῦ χρόνου Id.1.82
, X.An.7.5.8;τὸ ἀπ' ἐκείνου Luc.Tox.25
;ἡμέρῃ δεκάτῃ ἀφ' ἧς.. Hdt.3.14
, etc.;δευτέρῃ ἡμέρῃ ἀ. τῆς ἐμπρήσιος Id.8.55
, cf. X.An.1.7.18, etc.;ἀφ' οὗ χρόνου Id.Cyr. 1.2.13
; more often ἀπ' or ἀφ' οὗ, Hdt.2.44, Th.1.18, etc.; ;ἀφ' ἧς Plu.Pel.15
; εὐθὺς ἀ. παλαιοῦ, ἀ. τοῦ πάνυ ἀρχαίου, of olden time, Th.1.2,2.15;ἀπ' ἀρχᾶς Pi.P.8.25
, etc.;ἀ. γενεᾶς X. Cyr.1.2.8
; ἀφ' ἑσπέρας from the beginning of evening, i.e. at eventide, Th.7.29; ἀ. πρώτου ὕπνου ib.43;ἀ. μέσων νυκτῶν Ar.V. 218
; ἀπ' ἀγροῦ fresh from field-work, Ev.Marc.15.21, cf. 7.4;ἀ. νουμηνίας X.An.5.6.23
; χρονίζειν ἀ. τοῦ καιροῦ tarry beyond the time, LXX2 Ki. 20.5; ἀ. τέλους ἐννέα μηνῶν at the end of.., ib.24.8;γενόμενος ἀ. τῆς ἀρχῆς Plu.Caes.5
: hence ἀ. ἀγωνοθετῶν an εχ-ἀγωνοθέτης, IG3.398;ἀ. λογιστῶν POxy.1103.3
(iv A. D.); οἱ ἀ. ὑπατείας, = consulares, Hdn.7.1.9, etc.; but ἀ. τινος the freedman of.., IG5(2).50.59(Tegea, ii A. D.), cf.ib.5(1).1391 ([place name] Andania), 1473.III OF ORIGIN, CAUSE, etc.:1 of that from which one is born, οὐ γὰρ ἀ. δρυός ἐσσι οὐδ' ἀ. πέτρης not sprung from oak or rock, Od.19.163;γίγνονται δ' ἄρα ταί γ' ἔκ τε κρηνέων ἀ. τ' ἀλσέων 10.350
, cf. S.OT 415, OC 571, etc.: sts. ἀπό denotes remote, and ἐκ immediate, descent,τοὺς μὲν ἀ. θεῶν, τοὺς δ' ἐξ αὐτῶν τῶν θεῶν γεγονότας Isoc.12.81
, cf. Hdt.7.150;πέμπτη ἀπ' αὐτοῦ γέννα A.Pr. 853
; τρίτος ἀ. Διός third in descent from Zeus, Pl.R. 391c; οἱ ἀ. γένους τινός his descendants, Plu. Them.32;Περσέως ἀφ' αἵματος E.Alc. 509
: of the place one springs from,ἵπποι.. ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος Il.2.839
. cf. 849;Ἡρακλεῖδαι οἱ ἀ. Σπάρτης Hdt.8.114
, cf. Th.1.89, etc.;τοὺς ἀ. Φρυγίας X.Cyr.2.1.5
, etc.:hence,b metaph. of things,Χαρίτων ἄπο κάλλος ἔχουσαι Od.6.18
; θεῶν ἄπο μήδεα εἰδώς ib.12;γάλα ἀ. βοός A.Pers. 611
;μῆνις ἀφ' ἡμῶν Id.Eu. 314
;ἡ ἀφ' ὑμῶν τιμωρία Th.1.69
; ὁ ἀ. τῶν πολεμίων φόβος fear inspired by the enemy, X.Cyr.3.3.53.c of persons, οἱ ἀ. τῆς χώρας, τῆς πόλεως, country folk, townsfolk, Plb.2.6.8, 5.70.8; and so of connexion with the founder or leader of a sect,οἱ ἀ. Πυθαγόρου Luc.Herm.14
;οἱ ἀ. Πλάτωνος Plu.Brut.2
; οἱ ἀ. τοῦ περιπάτου, ἀ. τῆς Στοᾶς, etc., Luc.Cont. 6; generally οἱ ἀ. φιλοσοφίας καὶ λόγων philosophers and learned men, ibid.; οἱ ἀ. σκηνῆς καὶ θεάτρου stage players, Plu.Sull.2;οἱ ἀ. τῆς βουλῆς Id.Caes.10
, etc.; ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς, v. ἑστία; ἀπ' ἐξωμίδος with only an ἐξωμίς, S.E.P.1.153.2 of the material from or of which a thing is made,εἵματα ἀ. ξύλου πεποιημένα Hdt.7.65
;ἀπ' ὄμφακος τεύχειν οἶνον A.Ag. 970
, cf. S.Tr. 704;ὅσσα ἀ. γλυκερῶ μέλιτος Theoc.15.117
;ἔνδυμα ἀ. τριχῶν καμήλου Ev.Matt.3.4
: hence στέφανος ἀ. ταλάντων ἑξήκοντα of or weighing 60 talents, Decr. ap. D. 18.92, cf. Plb.24.1.7, IG2.555.10, al.: hence of value,θύεν αἶγα ἀ. δραχμᾶν εἴκοσι GDI3707
([place name] Cos);κρᾶσις ἀ. τε τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὶ ἀ. τῆς λύπης Pl.Phd. 59a
; so, by an extension of this use, εἰδεχθής τις ἀ. τοῦ προσώπου ugly of countenance, Thphr.Char.28.4;θῆλυν ἀ. χροιῆς Theoc.16.49
;σεμνὸς ἀ. τοῦ σχήματος Luc.DMort.10.8
.3 of the instrument from or by which a thing is done, τοὺς.. πέφνεν ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο by arrow shot from silver bow, Il.24.605; ;ἐμῆς ἀπὸ χειρός 10.371
, 11.675; soἀ. χειρὸς ἐργάζεσθαι μεγάλα Luc.Hist.Conscr.29
; γυμνάζεσθαι ἀ. σκελῶν, χειρῶν, τραχήλου, X.Lac.5.9;μάχεσθαι ἀ. ἄκοντος Str.17.3.7
;ἡ ἀ. τοῦ ξίφους μάχη D.S.5.29
;βάπτειν τὸν δάκτυλον ἀ. τοῦ αἵματος LXX Le.4.7
.4 of the person from whom an act comes, i.e. by whom it is done,οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο Hdt.1.14
;ζήτησιν ἀ. σφέων γενέσθαι Id.2.54
; , cf. 6.61;ἀ. τινος ὄνασθαι Pl.R. 528a
, etc.; so τἀπ' ἐμοῦ, τἀπὸ σοῦ, E.Tr.74, S.OC 1628;τὰ ἀ. τῶν Ἀθηναίων Th.1.127
; in later Greek freq. of the direct agent, Plb.1.34.8, Str.5.4.12, D.H.9.12, Ev.Luc.9.22, J.AJ20.8.10, etc.; in codd. this may sts. be due to confusion with ὑπό, but cf. PMag.Par.1.256, BGU 1185.26(Aug.), SIG820.8(Ephesus, i A. D.), etc.5 of the source from which life, power, etc., are sustained,ζῆν ἀπ' ὕλης ἀγρίης Hdt.1.203
; ἀ. κτήνεων καὶ ἰχθύων ib. 216;ἀ. πολέμου Id.5.6
;ἀπ' ἐλαχίστων χρημάτων X.Mem.1.2.14
;ἀ. τῆς ἀγορᾶς Id.An.6.1.1
;τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀ. τῶν νήσων Id.HG4.8.9
, cf. Th.1.99;ἀ. τῶν κοινῶν πλουτεῖν Ar.Pl. 569
, cf. D.24.124;ἀ. μικρῶν εὔνους.. γεγένησαι Ar.Eq. 788
, cf. D.18.102; quaestum corpore facere,Plu.
Tim.14.6 of the cause, means, or occasion from, by, or because of which a thing is done,ἀ. τούτου κριοπρόσωπον τὤγαλμα τοῦ Διὸς ποιεῦσι Hdt.2.42
; ἀ. τινος ἐπαινεῖσθαι, θαυμάζεσθαι, ὠφελεῖσθαι, Th.2.25,6.12, X.Cyr.1.1.2;ἀ. τῶν ξυμφορῶν διαβάλλεσθαι Th.5.17
;τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν ἀ. τινος Id.1.46
;ἀ. λῃστείας τὸν βίον ἔχειν X.An. 7.7.9
;ἀπ' αὐτῶν τῶν ἔργων κρίνειν D.2.27
; ἀ. τοῦ πάθους in consequence of.., Th.4.30;βλάπτειν τινὰ ἀ. τινος Id.7.29
;κατασκευάσαντα τὸ πλοῖον ἀφ' ὧν ὑπελάμβανε σωθήσεσθαι D.18.194
; τρόπαιον ἀ. τινος εἱστήκει on occasion of his defeat, Id.19.320; τλήμων οὖσ' ἀπ' εὐτόλμου , cf. 1643; ἀ. δικαιοσύνης by reason of it (v. l. for ὑπό), Hdt.7.164; ἀ. τῶν αὐτῶν λημμάτων on the same scale of profits, D.3.34, etc.; for ὅσον ἀ. βοῆς ἕνεκα, v. ἕνεκα: hence in half adverbial usages, ἀ. σπουδῆς in earnest, eagerly, Il.7.359; ἀ. τοῦἴσου, ἀ. τῆς ἴσης, or ἀπ' ἴσης, equally, Th.1.99,15, D.14.6, etc.;ἀπ' ὀρθῆς καὶ δικαίας τῆς ψυχῆς Id.18.298
;ἀ. ἀντιπάλου παρασκευῆς Th.1.91
; ἀ. τοῦ προφανοῦς openly, ib.35; ἀ. τοῦ εὐθέος straightforwardly, Id.3.43; ἀ. τοῦ αὐτομάτου of free-will, Pl.Prt. 323c; ἀ. γλώσσης by word of mouth, Hdt.1.123 (but also, from hearsay, A.Ag. 813);ἀ. στόματος Pl.Tht. 142d
; ἀπ' ὄψεως at sight, Lys.16.19; ἀ. χειρὸς λογίζεσθαι on your fingers, Ar.V. 656; ; ὀμμάτων ἄπο in the public gaze, E.Med. 216;ἀ. τοῦ κυάμου ἄρχοντας καθίστασθαι X.Mem.1.2.9
;ἡ βουλὴ ἡ ἀ. τοῦ κυάμου Th.8.66
, cf. IG1.9;τοὺς ἀ. τοῦ κυάμου δισχιλίους ἄνδρας Arist.Ath.24.3
; τριηράρχους αἱρεῖσθαι ἀ. τῆς οὐσίας Decr. ap. D.18.106; ἀφ' ἑαυτοῦ from oneself, on one's own account, Th.8.6, etc.;ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης Id.4.68
; ἀ. συνθήματος, ἀ. παραγγέλματος, by agreement, by word of command, Hdt.5.74, Th.8.99; ἀ. σάλπιγγος by sound of trumpet, X.Eq.Mag.3.12 (s.v.l.); ἐπίτροπος ἀ. τῶν λόγων, = Lat. procurator a rationibus, Ann.Epigr..1913.143a (Ephesus, ii A. D.).7 of the object spoken of, τὰ ἀ. τῆς νήσου οἰκότα ἐστί the things told from or of the island.., Hdt.4.195, cf. 54, 7.195;νόμος κείμενος ἀ. τῶν τεχνῶν Ar.Ra. 762
.B in Arc., Cypr., ἀπύ takes dat., ἀπὺ τᾷ [ἁμέρᾳ] IG5(2).6 ([place name] Tegea);ἀπὺ τᾷ ζᾷ Inscr.Cypr.135.8
H. ([place name] Idalion).2 in later Greek ἀπό is found c. acc., PLond.1.124.30 (iv/v A. D.).C in Hom. frequent with Verbs in tmesi, as Il.5.214, etc., and sts. in Prose, as Hdt.8.89.D IN COMPOS.:1 asunder, as ἀποκόπτω, ἀπολύω, ἀποτέμνω: and hence, away, off, as ἀποβάλλω, ἀποβαίνω; denoting, remoual of an accusation, as ἀπολογέομαι, ἀποψηφίζομαι.2 finishing off, completing, ἀπεργάζομαι, ἀπανδρόω, ἀπανθρωπίζω, ἀπογλαυκόω.3 ceasing from, leaving off, as ἀπαλγέω, ἀποκηδεύω, ἀπολοφύρομαι, ἀποζέω, ἀπανθίζω, ἀφυβρίζω.4 back again, as ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω, ἀπόπλους: also, in full, or what is one's own, as ἀπέχω, ἀπολαμβάνω: freq. it only strengthens the sense of the simple.5 by way of abuse, as in ἀποκαλέω.6 almost = ἀ- priv.; sts. with Verbs, as ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω; more freq. with Adjectives, as ἀποχρήματος, ἀπότιμος, ἀπόσιτος, ἀπόφονος.E ἄπο, by anastrophe for ἀπό, when it follows its Noun, asὀμμάτων ἄπο S.El. 1231
, etc.; never in Prose. -
2 καθαιρέω
A- ήσω Il.11.453
, etc.: [tense] fut. 2καθελῶ APl.4.334
(Antiphil.): [tense] aor.2 καθεῖλον, inf. καθελεῖν: [tense] aor. 1 : [dialect] Ion. [tense] pf. part. [voice] Pass.καταραιρημένος Hdt.2.172
:— take down,καθείλομεν ἱστία Od. 9.149
;κὰδ δ' ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.24.268
; κ. ἄχθος take it down, i.e. off one's shoulders, Ar.Ra.10;κ. τὸ σημεῖον And.1.36
; κ. τῶν ἐκ τῆς στοᾶς ὅπλων some of them, X.HG5.4.8;κ. εἰκόνα ἐξ ἀκροπόλεως Lycurg.117
; κ. τινά, from the cross, Plb.1.86.6, Ph.2.529:—[voice] Med., κατελέσθαι τὰ τόξα take down one's bow, Hdt.3.78;τοὺς ἱστούς Plb.1.61.1
.2 put down, close the eyes of the dead,ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ Il.11.453
;ὀφθαλμοὺς καθελοῦσα Od.24.296
;χερσὶ κατ' ὀφθαλμοὺς ἑλέειν 11.426
.3 of sorcerers, bring down from the sky, , Pl.Grg. 513a.4 κατά με πέδον γᾶς ἕλοι may earth swallow me! E.Supp. 829 (lyr.).II put down by force, destroy,ὅτε κέν μιν μοῖρ' ὀλοὴ καθέλῃσι Od.2.100
, 19.145, cf. 3.238, etc.;μὴ καθέλοι μιν αἰών Pi.O.9.60
;φῶτ' ἄδικον καθαιρεῖ A.Ag. 398
(lyr.);μοῖρα τὸν φύσαντα καθεῖλε S.Aj. 517
, cf. E.El. 878(lyr.), etc.; kill, slay, ταῦρον ib. 1143, cf. Stesich.23, S.Tr. 1063, Fr. 205; ἐάν τις ἀποκτείνῃ.. ἐν ὁδῷ καθελών Lexap.D.23.53:—[voice] Pass., of criminals, to be executed, Plu.Them.22.2 put down, reduce,κ. Κῦρον καὶ τὴν Περσέων δύναμιν Hdt.1.71
, etc.; καθαιρεθῆναι, opp. ἀρθῆναι, D.2.8; esp. depose, dethrone, Hdt.1.124, etc.; κ. τὸ λῃστικὸν ἐκ τῆς θαλάσσης remove it utterly from.., Th.1.4, cf. POxy.1408.23 (iii A.D.);κ. ὕβριν τινός Hdt.9.27
, LXXZa.9.6;ὄλβον S.Fr.646.4
; ὑπερηφάνους Aristeas 263:—[voice] Pass., καθῃρημένος τὴν αἴσθησιν bereft of sense, Plu.Per.38; καθαιρεῖσθαι τῆς μεγαλειότητος [Ἀρτέμιδος] Act.Ap.19.27.3 raze to the ground, demolish,πόλεις Th.1.58
, al., LXXIs.14.17; ; τῶν τειχῶν a part of the walls, X.HG4.4.13:—[voice] Pass., Th. 5.39, etc.;καθῃρέθη.. Οἰχαλία δορί S.Tr. 478
.5 as law-term, condemn, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος a verdict of guilty, Lys.13.37: c. inf.,ἐμὲ πάλος καθαιρεῖ.. λαβεῖν S. Ant. 275
; so prob.κατά με.. Ἀΐδας ἕλοι πατρὶ ξυνθανεῖν Id.OC 1689
(lyr.), cf. E.Or. 862; simply, decide,ὅ τι ἂν αἱ πλείους ψῆφοι καθαιρῶσι D.H.7.36
, 39; in book-keeping, ἃν καθαιρῶσιν αἱ ψῆφοι whatever the counters (or accounts) prove, prob. in D.18.227.6 reduce, ;τοῦ ἀποστήματος πεφυκότος ἐπὶ πολὺ καθαιρεῖν τὰ μεγέθη Phld.Sign.9
; of mild caustics, τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαιρεῖ (prob. for καθαίρει) Hp.Ulc.14, cf. Gal.11.756;τὸ σῶμα κ. διαίταις Plu.Ant.53
: Rhet., minimize, Arist.Rh. 1376a34.III overpower, seize,κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει Od. 9.372
; κ. τινά overtake, X.Cyr.4.3.16; κ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ catch in the act of folly, S.Ant. 383 (anap.): c. gen. partis, κ. τῶν ὤτων seize by.., Theoc.5.133:—[voice] Pass.,κ. ὑπό τινος Hdt.6.29
.IV fetch down as a reward or prize,καθαιρεῖν ἀγῶνας Plu.Pomp.8
: metaph., achieve,ἀγώνιον.. εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63
: [tense] fut. inf. καθαρεῖν, παστόν, μίτραν, Epigr. in Berl.Sitzb.1894.908 (Asia Minor):—[voice] Med.,φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ, τὰ πράγματα E.Supp. 749
:—[voice] Pass., Hdt.7.50.V less freq. like the simple αἱρεῖν, take and carry off, Id.6.41, cf.5.36 ([voice] Pass.). Cf. καθαίρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαιρέω
-
3 ἴταλα
ἴταλα· ἱστία εἰς ἃ τοὺς ἱστοὺς διατείνουσιν, Hsch. (Cf. ἰτλαί.) -
4 ἐπαίρω
ἐπαίρω, [dialect] Ion. and poet. [full] ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: [tense] fut. ἐπᾱρῶ ([var] contr. from ᾰερ-) E.IA 125 (anap.), Supp. 581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: [tense] aor. ἐπῆρα, part.Aἐπάρας Hdt.1.87
, etc.: [tense] pf. , Them.Or.8.114b:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: <*>lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon.., Il.7.426;ὀβελοὺς.. κρατευτάων ἐπάειρας 9.214
.2 lift, raise,κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80
;καί μ' ἔπαιρε S.Ph. 889
;ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT 1276
codd.;ἐπάειρε δέρην E.Tr.99
(anap.);ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996
;σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis
l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24;οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132
;ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291
; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—[voice] Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didstliftand put me to thy breast, A.R.3.734; [ λόγχην] E.IT 1484;ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba. 789
;ἱστούς Plb.1.61.7
;βακτηρίαν Plu.2.185b
: metaph.,τί.. στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT 635
; ;κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17
.4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.5 [voice] Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys. 937;ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54
.6 Gramm., ἐ. τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.II stir up, excite,πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα.. ἦν Hdt.1.204
;τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT 1328
;πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐ. D.16.23
;ἐ. θυμόν τινι E.IA 125
;τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl. 173
;ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64
; urge on,Them.
Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf.,εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90
, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192;ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42
, cf. Ra. 1041;ἐ. τινὰ ὥστε.. E.Supp. 581
; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or. 286:—[voice] Pass., to be roused, led on, excited,τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90
, cf. 5.91;τοῖσι δωρήμασι Id.7.38
;τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37
;ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10
; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R. 434b, 608b; ;τῇ ἐλπίδι ὡς.. Th.1.81
, cf. Lys.9.21;τοῖς λόγοις Th.4.121
;δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37
(soτὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25
);ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13
;ἐ. ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108
;ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12
.[24]: c. inf.,ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10
; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr. 232a (but ναυτικῷ προύχειν -όμενοι flattering themselves that they were superior.., Th.1.25): abs., to be excited, on tiptoe, Ar.Nu. 810; and soἙλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11
.2 [voice] Pass., also, to be elated at a thing,εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81
;ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
, cf. 1.212, 4.130;ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25
;πρός τι Th.6.11
, 8.2;ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4
: abs., Th.4.18.
См. также в других словарях:
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
ιχνευμονίδες — (ichneumonidae).Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη –τα περισσότερα από κάθε άλλη οικογένεια υμενοπτέρων–, διαδεδομένα στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Το σώμα τους, του οποίου το χρώμα και οι… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek